μερίδ'

μερίδ'
μερίδα , μερίς
part
fem acc sg
μερίδι , μερίς
part
fem dat sg
μερίδε , μερίς
part
fem nom/voc/acc dual

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μερίδιο — το (ΑM μερίδιον, Μ και ἱμερίδι[ν] και μερίδι[ν]) μικρό μέρος, μικρή μερίδα νεοελλ. μσν. μερίδα, μερτικό, το μέρος που αναλογεί σε κάποιον («πήρε μεγάλο μερίδιο από την κληρονομιά κι έτσι ζει πλουσιοπάροχα») μσν. 1. ομάδα, κατηγορία πληθυσμού 2.… …   Dictionary of Greek

  • μερίζω — (ΑM μερίζω, Α δωρ. τ. μερίσδω, Μ και ἱμερίζω) 1. χωρίζω κάτι σε μέρη (α. «οὐσίαν πιοῡσι τὸ ἄπειρον καὶ μερίζουσι», Αριστοτ. β. «ἐὰν κατὰ μέρος μερισθέντες φυλάττωμεν», Ξεν.) 2. διανέμω, διαμοιράζω 3. κατανέμω, κατατάσσω, τακτοποιώ («κατά τόπους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”